«Ονειρεύτηκα ότι ήμουν πάνω σε ένα πανύψηλο πύργο, ολομόναχος, κοιτάζοντας από ψηλά χιλιάδες πουλιά που πετούσαν όλα προς την ίδια κατεύθυνση. Ήταν εκεί όλα τα είδη των πουλιών, όλα τα πουλιά του κόσμου. Ήταν ένα ευγενές θέαμα, ένας τεράστιος ουράνιος ποταμός πουλιών. Όμως τότε, με ένα μυστηριώδη τρόπο, η ταχύτητα άλλαξε και ο χρόνος επιταχύνθηκε, και είδα γενεές πουλιών, τα παρακολούθησα να σπάνε το τσόφλι του αυγού, να φτερουγίζουν προς τη ζωή, να ζευγαρώνουν, να γίνονται αδύναμα, να πέφτουν και να πεθαίνουν. Οι φτερούγες μεγάλωναν για να διαλυθούν. Τα σώματα ήταν ρωμαλέα και μετά, εν ριπή οφθαλμού, μάτωναν και ζάρωναν. Και ο θάνατος καραδοκούσε παντού, ανά πάσα στιγμή. Ποιο ήταν το νόημα αυτού του τυφλού αγώνα προς τη ζωή, του ζωηρού φτερουγίσματος, του βιαστικού ζευγαρώματος, της πτήσης και της εκτίναξης, όλης αυτής της γιγαντιαίας, μάταιης, βιολογικής προσπάθειας; Καθώς κοιτούσα χαμηλά έχοντας την αίσθηση ότι έβλεπα σε σύνοψη την άδοξη, ασήμαντη ιστορία κάθε πλάσματος, αισθάνθηκα βαθιά αποκαρδιωμένος. Θα ήταν καλύτερα αν κανένα τους, αν κανείς από εμάς όλους δεν είχε γεννηθεί, αν ο αγώνας σταματούσε οριστικά. Στεκόμουν στον πύργο μου, πάντα μόνος και απελπιστικά δυστυχής.
Όμως τώρα η ταχύτητα άλλαξε πάλι, ο χρόνος επιταχύνθηκε και άλλο και «έτρεχε» με τέτοια ταχύτητα που τα πουλιά δεν φαινόταν να κινούνται αλλά έμοιαζαν με μια τεράστια πεδιάδα σπαρμένη με φτερά. Όμως, κατά μήκος της πεδιάδας, τρεμοπαίζοντας μέσα από τα σώματα, περνούσε τώρα κάτι σαν μια λευκή φλόγα που παλλόταν, χόρευε και μετά ορμούσε προς τα εμπρός. Και μόλις την αντίκρυσα κατάλαβα ότι αυτή η λευκή φλόγα ήταν η ζωή η ίδια, η πεμπτουσία της ύπαρξης. Και τότε, μέσα σε μια καταιγιστική στιγμή έκστασης, συνειδητοποίησα ότι τίποτε δεν είχε σημασία, τίποτε δεν θα μπορούσε ποτέ να έχει σημασία, γιατί τίποτε άλλο δεν ήταν αληθινό εκτός από αυτό το παλλόμενο, ορμητικό φεγγοβόλημα της ύπαρξης. Πουλιά, άνθρωποι, πλάσματα που δεν είχαν λάβει ακόμη σχήμα ή χρώμα, δεν είχαν κανένα άλλο λόγο ύπαρξης παρά μόνο για να ταξιδεύει εντός τους αυτή η φλόγα της ζωής. Δεν υπήρχε κανένας λόγος να πενθεί κανείς για την αποχώρησή της. Εκείνο που εγώ έβλεπα σαν τραγωδία δεν ήταν παρά σκέτη ματαιότητα, ένα θέατρο σκιών. Γιατί τώρα, όποιο συναίσθημα ήταν αληθινό, είχε συμπαρασυρθεί και εξαγνιστεί και χόρευε εκστατικά μαζί με την λευκή φλόγα της ζωής.»
Όνειρο του John Boynton Priestley (1894-1984) από το βιβλίο του Adler, “Studies in Analytical Psychology”, p. 143, (Edinger, pp 129-130)